Τραχηλικές Διογκώσεις
Για να κατεβάσετε το άρθρο σε μορφή κειμένου πατήστε εδώ (Άρθρο)
Ο τράχηλος είναι μια ανατομική περιοχή του ανθρώπινου σώματος, όπου συνωστίζονται πλήθος σημαντικών ανατομικών στοιχείων και οργάνων. Κάθε ένα από αυτά, μπορεί να αποτελέσει την αιτία τραχηλικής διόγκωσης, φλεγμονώδους ή νεοπλασματικής αιτιολογίας, την οποία θα κληθούμε να διαγνώσουμε καταρχάς και να αντιμετωπίσουμε συντηρητικά ή χειρουργικά. Τα μεγάλα αγγεία, σφαγίτιδα και καρωτίδα, με τα νευροενδοκρινή όργανά τους, τα εγκεφαλικά νεύρα με τα περιβλήματά τους, οι λεμφαδένες και ο λιπώδης ιστός, οι μύες και όργανα, όπως ο λάρυγγας, ο οισοφάγος, οι σιελογόνοι αδένες, ο θυρεοειδής, όλα ενδέχεται να αποτελέσουν την εστία όπου θα αναπτυχθεί μια τραχηλική διόγκωση. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και εμβρυϊκά υπολείμματα που μπορεί να διογκωθούν σε κάποια φάση της παιδικής ή της ενηλίκου ζωής. Έτσι, ο χειρουργός κεφαλής και τραχήλου θα κληθεί να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει, διογκώσεις συγγενούς αιτιολογίας, όπως βραγχιακή κύστη, κύστη θυρεογλωσσικού πόρου, δερμοειδή κύστη νευρογενούς προέλευσης, νευρινώματα ή σβαννώματα, λιπώματα, όγκο καρωτιδικού σωματίου και λεμφαδενικές διογκώσεις, παθολογικής ή και νεοπλασματικής αιτιολογίας. Το ιστορικό του ασθενούς είναι το πρώτο που διερευνά ο ιατρός. Ο χρόνος εκδήλωσης της τραχηλικής διόγκωσης, ο συσχετισμός της εμφάνισής της με γεγονότα όπως μια ίωση ή ένας τραυματισμός ή με συμπτώματα από άλλα όργανα, είναι στοιχεία για τα οποία πρέπει να ενημερωθεί ο ιατρός. Ακολουθεί η κλινική εξέταση με την οποία προσδιορίζεται η θέση τη διόγκωσης, η σύστασή της, η κινητικότητά της, η παρουσία σφύξεων και άλλα στοιχεία. Πέρα από τη διόγκωση αυτή καθεαυτή, η κλινική εξέταση θα επεκταθεί σε όλη την κεφαλή και τον τράχηλο, ενώ θα συμπεριλάβει τον ενδοσκοπικό έλεγχο της μύτης, του ρινοφάρυγγα και του λάρυγγα. Από το ιστορικό και την κλινική εξέταση, ο ιατρός θα πρέπει ήδη να έχει καταλήξει στην ταυτότητα της διόγκωσης, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις. Κάποιες τραχηλικές διογκώσεις ωστόσο, όπως οι λεμφαδενικές διογκώσεις φλεγμονώδους αιτιολογίας, απαιτούν για τη διερεύνηση και την αντιμετώπισή τους, τη συνεργασία με άλλες ειδικότητες, όπως κυρίως, την Παθολογία. Στις περιπτώσεις αυτές και πριν προχωρήσουμε σε εργαστηριακό ή απεικονιστικό έλεγχο, καλό είναι να παραπέμψουμε τον ασθενή μας για παθολογική εκτίμηση. Ο αιματολογικός έλεγχος θα μας δώσει μια εικόνα της γενικής κατάστασης της υγείας του ασθενούς, ενώ κάποιες ειδικές αιματολογικές εξετάσεις ή η ανίχνευση αντισωμάτων κατά ορισμένων ιών, μπορεί και να αποκαλύψει την αιτία της τραχηλικής διόγκωσης, όπως στην περίπτωση των διογκωμένων λεμφαδένων φλεγμονώδους αιτιολογίας. Η πρώτη απεικονιστική εξέταση που χρειάζεται να ζητηθεί είναι το υπερηχογράφημα του τραχήλου. Εξέταση εύκολη, ανώδυνη και άριστα ανεκτή από τον ασθενή, είναι σε θέση σε ικανά χέρια να μας δώσει πληροφορίες, όχι απλά εφάμιλλες τη αξονικής ή και της μαγνητικής τομογραφίας, αλλά να προσεγγίσει και αυτήν ακόμα την ιστολογική ταυτότητα της διόγκωσης. Σε μεμονωμένες, πάντως, περιπτώσεις, θα χρειασθεί να συμπληρωθεί ο απεικονιστικός έλεγχος με αξονική και σπανιότερα, μαγνητική τομογραφία. Οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να γίνουν με χορήγηση σκιαγραφικής και παραμαγνητικής ουσίας αντίστοιχα. Ο απεικονιστικός έλεγχος θα μας πληροφορήσει για το μέγεθος της διόγκωσης, για το αν είναι συμπαγής ή κυστική και για τη σχέση της με τα μεγάλα αγγεία του τραχήλου ή άλλα σημαντικά όργανα. Τα στοιχεία αυτά θα βοηθήσουν και στο σχεδιασμό ενδεχόμενης χειρουργικής επέμβασης για την αφαίρεση του όγκου. Με την ολοκλήρωση του απεικονιστικού ελέγχου, έχουν συλλεχτεί αρκετές πληροφορίες, ώστε να μπορούμε, στις περισσότερες περιπτώσεις, να προχωρήσουμε στη θεραπευτική αντιμετώπιση. Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε την ιστολογική ταυτότητα της διόγκωσης, για παράδειγμα όταν πρόκειται να προχωρήσουμε σε μεγάλη και ακρωτηριαστική επέμβαση, όπως ο λεμφαδενικός καθαρισμός. Στις περιπτώσεις αυτές, προχωρούμε σε παρακέντηση της διόγκωσης. Η παρακέντηση με λεπτή βελόνα και η λήψη υλικού για κυτταρολογική εξέταση (FNA) μπορεί σε μεγάλο ποσοστό να αποκαλύψει την ιστολογική ταυτότητα της διόγκωσης. Αν η κυτταρολογική εξέταση δεν αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, είναι προτιμότερο να επαναληφθεί, παρά να προχωρήσουμε σε ανοικτή βιοψία. Η ανοικτή βιοψία έχει το μειονέκτημα ότι παραβιάζει τα όρια του όγκου και σε περιστατικά κακοήθειας ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη διασπορά. Σε ειδικές περιπτώσεις πάντως, όπως στα λεμφώματα, η ανοικτή βιοψία ίσως να είναι απαραίτητη. Η τομή για την ανοικτή βιοψία θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μπορεί σε δεύτερο χρόνο, να επεκταθεί για την ολική αφαίρεση του όγκου ή για να διενεργηθεί λεμφαδενικός καθαρισμός του τραχήλου. Με την ολοκλήρωση των διαγνωστικών εξετάσεων, λαμβάνεται η απόφαση για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της διόγκωσης. Εάν η συνιστώμενη θεραπεία είναι συντηρητική, ο ασθενής θα παραπεμφθεί σε συνάδελφο της αντίστοιχης ειδικότητας. Εάν η θεραπεία είναι χειρουργική, τότε ο ασθενής θα πρέπει να ενημερωθεί για το είδος της επέμβασης που προτείνεται και τις πιθανές επιπλοκές της. Ο τράχηλος είναι μια ανατομική περιοχή με πλήθος επωνύμων στοιχείων. Αυτό σημαίνει ότι τίποτα δεν μπορεί να αφαιρεθεί ή να κακοποιηθεί χωρίς αρκετά σημαντικές επιπτώσεις.. Η εμπειρία που απαιτείται από το χειρουργό του τραχήλου είναι μεγάλη και αυτό προϋποθέτει μια συστηματική, και όχι ευκαιριακή, ενασχόληση με τη συγκεκριμένη περιοχή.