Χολοστεάτωμα
Για να κατεβάσετε το άρθρο σε μορφή κειμένου πατήστε εδώ (Άρθρο)
Το χολοστεάτωμα είναι μια πάθηση του αυτιού που ξεκινά από την παιδική ηλικία και στην πολύ πιο σπάνια μορφή του συγγενούς χολοστεατώματος, από την εμβρυϊκή ζωή. Ως υποκείμενη αιτία στην περίπτωση του επίκτητου χολοστεατώματος, θεωρείται η κακή λειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας που οδηγεί σε υποαερισμό της τυμπανικής κοιλότητας. Ο υποαερισμός προκαλεί εισολκή της τυμπανικής μεμβράνης, όπου εγκλωβίζεται δερματικό επιθήλιο και ξεκινά η ανάπτυξη του χολοστεατώματος. Η περίπτωση του συγγενούς χολοστεατώματος οφείλεται στην παραμονή κυττάρων μέσα στην τυμπανική κοιλότητα που κατά την ανάπτυξη του εμβρύου εξελίσσονται σε κύτταρα του δερματικού επιθηλίου. Το χολοστεάτωμα, λοιπόν, συνίσταται στον εγκλωβισμό μέσα στην τυμπανική κοιλότητα, δερματικού επιθηλίου. Το επιθήλιο αυτό, αναπτύσσεται συνεχώς και τα νεκρά κύτταρά του, καθώς δεν μπορούν να παροχετευθούν προς τα έξω, συσσωρεύονται διαρκώς μέσα στο σάκο του χολοστεατώματος. Έτσι, ο σάκος του χολοστεατώματος διογκώνεται με άλλοτε διαφορετικό ρυθμό και σιγά-σιγά διαβρώνει τα οστικά τοιχώματα και τις δομές του αυτιού. Η διαδικασία αυτή θεωρείται ότι επιταχύνεται και από την παραγωγή τοξικών ουσιών ή κατά περιόδους φλεγμονής του αυτιού.
Η διάβρωση που προκαλεί το χολοστεάτωμα στο αυτί αφενός μπορεί να προκαλέσει διαταραχή της λειτουργίας του αυτιού και αφετέρου επιπλοκές από την προσβολή οργάνων που γειτνιάζουν ή διέρχονται μέσα από το αυτί.
Από τις πρώτες και πιο συχνές επιπτώσεις του χολοστεατώματος είναι η προοδευτική μείωση της ακοής που μπορεί να φτάσει και σε πρακτική κώφωση. Σε προχωρημένες μορφές υπάρχει περίπτωση να παρατηρηθούν επεισόδια ιλίγγου, εξαιτίας διάβρωσης του οπισθίου λαβυρίνθου. Επιπλέον, σε παραμελημένες περιπτώσεις ενδέχεται να παρατηρηθεί παράλυση του προσωπικού νεύρου (του νεύρου δηλαδή που είναι υπεύθυνο για τις κινήσεις του προσώπου), μηνιγγίτιδα και εγκεφαλικά αποστήματα. Γίνεται, λοιπόν, φανερή η σημασία για την έγκαιρη αναγνώριση και σωστή αντιμετώπιση του χολοστεατώματος. Φυσικά, ακόμα πιο σημαντική κρίνεται η σωστή παρακολούθηση των παιδιών, ώστε να αναγνωρίζονται έγκαιρα οι καταστάσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη του χολοστεατώματος και να αντιμετωπίζονται πριν εξελιχθούν στις μορφές που περιγράψαμε παραπάνω.
Ο ασθενής συνήθως προσέρχεται στον ιατρό σε κάποια φάση διαπύησης του αυτιού. Η πυώδης ωτόρροια χαρακτηρίζεται από έντονη δυσοσμία. Επίσης, ο ασθενής παραπονείται για βαρηκοΐα και αίσθημα «μπουκώματος» του αυτιού. Είναι λογικό η τελική διάγνωση να περιμένει την ύφεση της οξείας φάσης. Το πύον μέσα στο αυτί και το οίδημα των ιστών αλλοιώνουν την εικόνα του αυτιού. Σε αυτή τη φάση προέχει ο καθαρισμός του αυτιού. Πιο σημαντική από οποιαδήποτε αντιβιοτική αγωγή είναι η τοπική περιποίηση του αυτιού. Απομάκρυνση του πύου, αφαίρεση ή καυτηρίαση τυχόν πολυπόδων που έχουν σχηματισθεί από τη φλεγμονή και τοποθέτηση τοπικών αντισηπτικών ουσιών. Τόσο ο ασθε
νής, όσο και ο γιατρός πρέπει να διαθέτουν αρκετή υπομονή γιατί αυτό μπορεί να χρειασθεί να επαναληφθεί αρκετές φορές.
Μετά την αποδρομή της οξείας φάσης, αφού η φλεγμονή περάσει σε ύφεση και «στεγνώσει» το αυτί, για το οποίο απαιτούνται περίπου δύο εβδομάδες, η εικόνα του αυτιού αλλάζει ριζικά. Τότε καθίσταται δυνατό να τεθεί με μεγάλη βεβαιότητα η διάγνωση του χολοστεατώματος. Καλό είναι η εξέταση να συμπληρωθεί και με τη διενέργεια αξονικής τομογραφίας. Μια καλή αξονική τομογραφία θα μας δείξει τα όρια του σάκου του χολοστεατώματος καθώς και το βαθμό διάβρωσης κάποιων δομών του αυτιού, όπως ο οπίσθιος λαβύρινθος, προετοιμάζοντάς μας για το τι θα συναντήσουμε σε ενδεχόμενη χειρουργική επέμβαση. Όπως και η διάγνωση, έτσι και η αξονική πρέπει να πραγματοποιηθεί στη φάση της ύφεσης της οξείας φάσης, καθώς το πύον στον έξω ακουστικό πόρο, ο πολύποδας ή το υγρό μέσα στη μαστοειδή απόφυση, έχουν την ίδια απεικόνιση με το χολοστεάτωμα, οδηγώντας σε λάθος συμπεράσματα. Δεν θα αποτελούσε λανθασμένη επιλογή και η χορήγηση κορτιζόνης πριν τη διενέργεια αξονικής, ώστε να απομακρυνθεί η συλλογή υγρού από την τυμπανική κοιλότητα και να υποχωρήσει το οίδημα των ιστών.
Η μόνη θεραπεία του χολοστεατώματος είναι ο χειρουργικός καθαρισμός του. Η παραμονή του χολοστεατώματος στο αυτί είναι αρκετά επικίνδυνη για την υγεία και αυτό πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό από τον ασθενή. Πριν τη χειρουργική επέμβαση, χρειάζεται να μετρήσουμε την ακοή του αυτιού. Ο χειρουργός θα προσπαθήσει για τη βελτίωση ή τουλάχιστον τη διατήρηση της ακοής. Πρωταρχικός στόχος της επέμβασης είναι, ωστόσο, η αφαίρεση του χολοστεατώματος. Και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και σε βάρος της ακοής.
Ορισμένοι ασθενείς ενδέχεται να πάσχουν από χολοστεάτωμα και στα δύο αυτιά. Το ποιο αυτί θα χειρουργηθεί πρώτο, εξαρτάται από το επίπεδο της ακοής, το βαθμό επέκτασης του χολοστεατώματος, τις επαπειλούμενες επιπλοκές κ.λπ. Άλλοι ασθενείς μπορεί να έχουν χάσει την ακοή τους από το ένα αυτί και να παρουσιάζουν χολοστεάτωμα στο άλλο. Ανάλογοι παράγοντες πρέπει να εκτιμηθούν και στην περίπτωση αυτή, προτού αποφασισθεί η χειρουργική επέμβαση. Οπωσδήποτε εδώ, η απόφαση οφείλει να είναι πολύ πιο συντηρητική. Τέλος, όπως και σε κάθε επέμβαση, χρειάζεται να συνεκτιμηθεί και η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς.
Η επέμβαση γίνεται υπό γενική αναισθησία και συνεπάγεται τη νοσηλεία του ασθενούς για τουλάχιστον ένα 24ωρο. Η τομή που χρησιμοποιούμε γίνεται συνήθως πίσω από το πτερύγιο του αυτιού. Ακόμα και στις μέρες μας, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει στο ποια είναι η καλύτερη τεχνική για την αφαίρεση του χολοστεατώματος. Η ομάδα μας χρησιμοποιεί την τεχνική κατά την οποία παρασκευάζεται ο σάκος του χολοστεατώματος και στη συνέχεια αφαιρείται. Σήμερα η ετοιμότητα του ιατρού για τη διάγνωση του χολοστεατώματος είναι αυξημένη, η πρόσβαση του ασθενούς στον ιατρό ευκολότερη και η γενική αναισθησία ασφαλέστερη. Επομένως, η λήψη της απόφασης για πραγματοποίηση χειρουργικής επέμβασης γίνεται αμεσότερη, το χολοστεάτωμα διαγιγνώσκεται έγκαιρα και η χειρουργική κοιλότητα που είναι αναγκαία για την αφαίρεσή του είναι συνήθως μικρότερη. Έτσι η τεχνική αυτή, της παρακολούθησης του σάκου του χολοστεατώματος, φαίνεται αρκετά δόκιμη.
Μετά την αφαίρεση του χολοστεατώματος, ο χειρουργός θα πρέπει να αποκαταστήσει όσο το δυνατόν, την ανατομία του αυτιού. Έτσι, θα χρειάζεται να ενισχυθούν κάποιες περιοχές που προστατεύουν σημαντικά ανατομικά στοιχεία, όπως ο οπίσθιος λαβύρινθος και το προσωπικό νεύρο. Επιπλέον, θα πρέπει να αποκατασταθεί η αλυσίδα των οσταρίων του αυτιού και να γίνει προσπάθεια τυμπανοπλαστικής με περιτονία και χόνδρο. Η τυμπανική κοιλότητα καλύπτεται με απορροφήσιμο υλικό.
Ο ασθενής θα λάβει αντιβιοτική αγωγή για μια εβδομάδα και ωτικές σταγόνες μετά την αφαίρεση του πωματισμού. Ο ασθενής καθοδηγείται για τα μέτρα προστασίας που θα πρέπει να λαμβάνει σχετικά με το αυτί του.
Ιδιαίτερα απαιτητική μπορεί να αποδειχθεί τόσο η διαγνωστική όσο και η χειρουργική του συγγενούς χολοστεατώματος. Το συγγενές χολοστεάτωμα αναπτύσσεται πίσω από φυσιολογική τυμπανική μεμβράνη. Υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει βαρηκοΐα, συλλογή υγρού στο αυτί, αλλά και επιπλοκές από τη διάβρωση του οστικού καλύμματος πολλών σημαντικών ανατομικών στοιχείων. Η ύπουλη διαδρομή του ενδέχεται να του επιτρέψει να λάβει αρκετά σημαντικές διαστάσεις μέσα στα οστά της βάσης του κρανίου, προτού γίνει αντιληπτό με κάποια από τις επιπλοκές του.
Η χειρουργική αντιμετώπισή του μπορεί να αποδειχθεί αρκετά απαιτητική. Για το λόγο αυτό, απαραίτητη κρίνεται μια καλή προεγχειρητική μελέτη με αξονική και μαγνητική τομογραφία της περιοχής. Η χρήση των συστημάτων πλοήγησης (navigation) αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύτιμη στη χειρουργική αυτή. Όσον αφορά στη λειτουργικότητα του αυτιού, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πτωχά έως και την πλήρη κατάργησή τους, με απόφραξη του αυτιού. Ζυγίζοντας, όμως, τις πιθανές επιπλοκές, συχνά απειλητικές για τη ζωή, η πλήρης και ριζική αφαίρεση του χολοστεατώματος αποτελεί σαφώς τον κύριο και πρωταρχικό μας στόχο. Μετά το πέρας της επέμβασης, το αυτί πωματίζεται και το κεφάλι του ασθενούς περιδένεται. Ο ασθενής εξέρχεται από το νοσοκομείο, λαμβάνοντας οδηγίες τόσο για την άμεση μετεγχειρητική περίοδο όσο και για τη μεταγενέστερη προστασία του αυτιού.