Ωτοσκλήρυνση
Για να κατεβάσετε το άρθρο σε μορφή κειμένου πατήστε εδώ (Άρθρο)
Η ωτοσκλήρυνση αποτελεί συχνή αιτία μέτριας ή και μεγάλης βαρηκοΐας, προοδευτικά επιδεινούμενης. Φαίνεται να έχει κληρονομικό χαρακτήρα, προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες και αφορά συνήθως και στα δυο αυτιά.
Πρακτικά μπορεί να γίνει αντιληπτό σαν να δημιουργούνται άλατα μέσα στο αυτί. Τα άλατα αυτά, ενδέχεται να προκαλέσουν αγκύλωση στα οστάρια του αυτιού ή να προσβάλλουν το βαθύτερο μέρος του αυτιού, τον κοχλία.
Τα συμπτώματα ξεκινούν από νεαρή ηλικία, σπάνια όμως μπορεί να ξεκινήσουν και από την όψιμη παιδική ηλικία (νεανική ωτοσκλήρυνση). Ο ασθενής παραπονείται για βαρηκοΐα ή και εμβοές στα αυτιά. Σπάνια, μπορεί να αντιμετωπίζει επεισόδια «μπουκώματος» των αυτιών και ιλίγγου.
Όπως αναφέρθηκε, η βαρηκοΐα είναι προοδευτικά επιδεινούμενη και στις γυναίκες έχει παρατηρηθεί οξεία επιδείνωση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή μετά από ορμονοθεραπεία. Φαίνεται ότι με την πάροδο των ετών, ο ρυθμός της επιδείνωσης μειώνεται και στην αρχή της τρίτης ηλικίας η πάθηση θεωρείται ότι «παγώνει», δεν εξελίσσεται δηλαδή άλλο. Στα αρχικά στάδια της νόσου, τα συμπτώματα είναι ήπια και επομένως μπορεί να διαφύγουν της διάγνωσης. Έτσι, αν υποψιασθούμε την πάθηση σε ένα νεαρό άτομο οφείλουμε, χωρίς να το ανησυχήσουμε, να το ενημερώσουμε και να συστήσουμε να παρακολουθείται ακοογραφικά σε αραιά χρονικά διαστήματα.
Ο ασθενής, λοιπόν, προσέρχεται στον ιατρό παραπονούμενος για βαρηκοΐα και εμβοές. Για να τεθεί η υποψία της ωτοσκλήρυνσης, πρέπει η βαρηκοΐα να επιδεινώνεται με τα χρόνια, να μην είναι εκ γενετής, κατόπιν τραυματισμού ή μετά από λήψη ωτοτοξικών φαρμάκων. Μπορεί να αναζητηθεί το κληρονομικό ιστορικό, αλλά συχνά είναι ασαφές ιδιαίτερα για άτομα μεγάλης ηλικίας.
Κατά την κλινική εξέταση το αυτί βρίσκεται φυσιολογικό. Ενδείξεις χρόνιας ωτίτιδας, ασβεστώσεις στην τυμπανική μεμβράνη, δυσπλασίες του πτερυγίου ή του έξω ακουστικού πόρου, πρέπει να μας απομακρύνουν από τη διάγνωση της ωτοσκλήρυνσης. Η διάγνωση αυτή γίνεται πρακτικά μόνο με αποκλεισμό άλλων παθήσεων που ενδέχεται να προκαλέσουν ανάλογα συμπτώματα. Ακόμα και η ύπαρξη βαρηκοΐας στο ένα μόνο αυτί πρέπει να μας καθιστά προσεκτικούς στη διάγνωση της ωτοσκλήρυνσης, αφού όπως προαναφέραμε η πάθηση αυτή προσβάλλει συνήθως και τα δύο αυτιά.
Ακολουθεί η εξέταση με τους τονοδότες και το ακοόγραμμα, με τα οποία διαπιστώνεται ο βαθμός της βαρηκοΐας και καθορίζεται αν ο ασθενής μπορεί να βοηθηθεί χειρουργικά, εφόσον το επιλέξει. Η διάγνωση μπορεί να ενισχυθεί επιπλέον με την εξέταση του τυμπανογράμματος και των ακουστικών αντανακλαστικών.
Σε περίπτωση που τεθεί η υποψία άλλης διάγνωσης, μπορεί να ζητηθεί η διενέργεια απεικονιστικής μελέτης, όπως αξονικής τομογραφίας. Υποστηρίζεται ότι σε λεπτομερείς αξονικές μπορούν να διαπιστωθούν ευρήματα ωτοσκλήρυνσης αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί ακόμα.
Αφού λοιπόν τεθεί η διάγνωση ή έστω η ισχυρή υποψία της ωτοσκλήρυνσης, πρέπει να ενημερώσουμε τον ασθενή μας γι
α τις επιλογές που έχει προκειμένου να βοηθηθεί. Η πρώτη επιλογή είναι να μην ακολουθήσει καμία θεραπευτική μέθοδο. Η ωτοσκλήρυνση δεν αποτελεί πρόβλημα υγείας αλλά περισσότερο ζήτημα ποιότητας ζωής. Επομένως, δεν κρίνεται απαραίτητο να αντιμετωπισθεί. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, ο ασθενής μάλλον επιλέγει κάποιο βαθμό κοινωνικής απομόνωσης και επομένως η επιλογή αυτή δεν συνιστάται.
Δεύτερη επιλογή είναι αυτή του ακουστικού βαρηκοΐας. Ο ασθενής που νιώθει ότι η ακοή του δεν τον βοηθάει πλέον και δεν μπορεί ή δεν θέλει να χειρουργηθεί, έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αυτή τη λύση. Ακουστικό, ωστόσο, μπορεί να χορηγηθεί και μετά από επιτυχημένες χειρουργικές επεμβάσεις προκειμένου να βελτιωθεί το ακουστικό αποτέλεσμα.
Τρίτη επιλογή αποτελεί η χορήγηση του φθοριούχου νατρίου. Η λήψη της ουσίας αυτής από τον ασθενή θεωρείται ότι «παγώνει» τις ωτοσκληρυντικές εστίες και, επομένως, την εξέλιξη της νόσου. Η θεραπεία, ωστόσο, μπορεί να είναι μακροχρόνια, ενδέχεται να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές ή να επιδεινώσει τυχόν συνυπάρχουσα οστεοπόρωση. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητά της αμφισβητείται από πολλούς συναδέλφους. Σε περιπτώσεις όμως, ραγδαίως επιδεινούμενης ωτοσκλήρυνσης με προσβολή και του κοχλία, όπως και στη νεανική ωτοσκλήρυνση, ίσως και να αποτελεί τη μόνη επιλογή.
Τέλος, διαθέτουμε την εναλλακτική της επιλογής της χειρουργικής επέμβασης. Η επέμβαση συστήνεται για το πλέον βαρήκοο από τα δύο αυτιά. Προκειμένου να θεωρηθεί ένας ασθενής υποψήφιος για χειρουργική επέμβαση, θα πρέπει το χάσμα αέρινης – οστέινης οδού να είναι μεγαλύτερο από 15 dB στις χαμηλές συχνότητες. Για να πάρει ο ασθενής μια εικόνα σχετικά με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, μπορεί να συγκριθεί η ακοή που θα έχει στο χειρουργημένο αυτί με εκείνη του άλλου αυτιού. Έτσι, στην περίπτωση που το άλλο αυτί δεν έχει μεγάλη βλάβη από την ωτοσκλήρυνση, οφείλουμε να ενημερώσουμε τον ασθενή μας ότι η υποκειμενική βελτίωση θα είναι μικρή, παρά την επιτυχή έκβαση της επέμβασης.
Αναφέραμε αρχικά ότι η διάγνωση της ωτοσκλήρυνσης τίθεται με τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων. Επομένως, ο χειρουργός χρειάζεται να είναι σε θέση, ανοίγοντας το αυτί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κατάσταση διαπιστώσει πέραν της καθήλωσης του αναβολέα. Επιπλέον, ο χειρουργός θα πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει και κάποιες ανατομικές παραλλαγές, τις οποίες θα συναντήσει μέσα στην τυμπανική κοιλότητα.
Η επέμβαση ονομάζεται αναβολοτομή και αποτελεί εξέλιξη της παλαιότερης αναβολεκτομής. Σε γενικές γραμμές συνίσταται στην αφαίρεση του αναβολέα, του οσταρίου που έχει καθηλωθεί από τα άλατα της ωτοσκλήρυνσης και την τοποθέτηση πιστονιού μέσα σε μια τρύπα που ανοίγουμε στη βάση του αναβολέα. Η επέμβαση διενεργείται, μέσα από τον πόρο του αυτιού, σε έναν πολύ στενό χώρο και η επιτυχία της είναι πολλές φορές θέμα κλασμάτων του χιλιοστού. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι απαιτείται πλήρης ακινησία από τον ασθενή και για αυτό προτιμούμε η επέμβαση να γίνεται υπό γενική αναισθησία. Σε επιλεγμένες περιπτώσεις που αμφισβητείται η σταθερότητα της πλάκας του αναβολέα, σημαντική ενδέχεται να είναι η συμβολή του laser.
Ο ασθενής παραμένει για ένα έως δύο 24ωρα στο νοσοκομείο και κατόπιν εξέρχεται με οδηγίες. Συχνό είναι το αίσθημα ζάλης μετά την επέμβαση, που υποχωρεί, όμως, μετά από μια εβδομάδα. Πιο επίμονες ίσως είναι κάποιες διαταραχές στη γεύση που, επίσης, υποχωρούν.
Τα συχνότερα αίτια αποτυχίας της επέμβασης αφορούν την κακή τοποθέτηση ή το ακατάλληλο μήκος του πιστονιού. Εξαιρετικά σπάνια μπορεί, ωστόσο, να παρατηρηθεί και οξεία κώφωση, άγνωστης μέχρι σήμερα αιτιολογίας. Για κάθε επέμβαση υπάρχει μια πιθανότητα αποτυχίας, έστω και μικρή και αυτός είναι και ο λόγος που χειρουργούμε πάντα το χειρότερο αυτί. Με την ίδια λογική, δεν προχωρούμε σε επέμβαση στο άλλο αυτί αν δεν παρέλθει ένα εξάμηνο από το πρώτο χειρουργείο, ώστε να παγιωθεί το αποτέλεσμα.
Η ωτοσκλήρυνση αποτελεί μια πάθηση συχνή στην Ελλάδα και η εμπειρία μας είναι μεγάλη στην αναβολοτομή. Πρέπει, πάντως, να τονιστεί ότι η επέμβαση δε θεραπεύει την πάθηση, απλά αντιμετωπίζει τα επακόλουθά της, δηλαδή τη βαρηκοΐα. Ορισμένοι ασθενείς, μάλιστα, δεν ενοχλούνται τόσο από τη βαρηκοΐα τους όσο από τις εμβοές. Στις περιπτώσεις αυτές, συνετό είναι να υποσχεθεί ο χειρουργός τη βελτίωση, παρά την πλήρη εξάλειψή τους. Τέλος, σε περιπτώσεις όγκων του ρινοφάρυγγος ή του μέσου ωτός η αντιμετώπιση πρέπει να είναι άμεση και ριζική και να αφορά στη βασική νόσο.